- ευδαιμονικός
- -ή, -ό (Α εὐδαιμονικός, -ή, -όν) [ευδαίμων]1. αυτός που τείνει ή οδηγεί στην ευδαιμονία («ἐνέργεια εὐδαιμονικωτάτη», Αριστοτ.)2. (για πρόσωπα) αυτός που επιζητεί την ευδαιμονία του3. το αρσ. ως ουσ. οι ευδαιμονικοίοι οπαδοί τού φιλοσοφικού δόγματος τού ευδαιμονισμού, οι οποίοι θεωρούν ως το μεγαλύτερο αγαθό την ευδαιμονία.
Dictionary of Greek. 2013.